πολιάρχης

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολιάρχης Medium diacritics: πολιάρχης Low diacritics: πολιάρχης Capitals: ΠΟΛΙΑΡΧΗΣ
Transliteration A: poliárchēs Transliteration B: poliarchēs Transliteration C: poliarchis Beta Code: polia/rxhs

English (LSJ)

πολιάρχου, ὁ, = πολίαρχος 1, of Zeus, IPE12.183.10 (Olbia, ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

πολιάρχης: ποιητ. πτολ-, ου, ὁ, = πολίαρχος, ἐπὶ τοῦ Διός, Συλλ. Ἐπιγρ. 2081. 10.

Greek Monolingual

ὁ, ποιητ. τ. πτολιάρχης, Α
(για τον Δία) πολίαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -άρχης].