πολύβρωτος

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́βρωτος Medium diacritics: πολύβρωτος Low diacritics: πολύβρωτος Capitals: ΠΟΛΥΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: polýbrōtos Transliteration B: polybrōtos Transliteration C: polyvrotos Beta Code: polu/brwtos

English (LSJ)

πολύβρωτον, devoured, mangled, μέλεα, of Actaeon, Nonn. D. 5.502.

German (Pape)

[Seite 660] sehr angefressen, verzehrt, Nonn. D. 5, 502.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβρωτος: -ον, καταβεβρωμένος πανταχόθεν, κατεσπαραγμένος, μέλεα, ἐπὶ τοῦ Ἀκταίωνος, Νόνν. Δ. 5. 502.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
κατασπαραγμένος, καταφαγωμένος («πολύβρωτα μέλεα», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βρωτός, ρηματ. επίθ. του βιβρώσκω (πρβλ. ημίβρωτος)].