ποντοναύτης

From LSJ

κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποντοναύτης Medium diacritics: ποντοναύτης Low diacritics: ποντοναύτης Capitals: ΠΟΝΤΟΝΑΥΤΗΣ
Transliteration A: pontonaútēs Transliteration B: pontonautēs Transliteration C: pontonaytis Beta Code: pontonau/ths

English (LSJ)

ποντοναύτου, ὁ, seafarer, S.Fr.555.

German (Pape)

[Seite 681] ὁ, Meerschiffer, Soph. frg. 499.

Russian (Dvoretsky)

ποντοναύτης: ου ὁ мореход Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ποντοναύτης: -ου, ὁ ναύτης, «θαλασσινός», Σοφ. Ἀποσπ. 499.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ναύτης που ταξιδεύει στα μακρινά πελάγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + ναύτης.