πρεσάρισμα

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. συμπίεση
2. καταπίεση, πίεση, κατάθλιψη
3. τεχνολ. κατεργασία μεταλλουργικών προϊόντων όταν αυτά υποβάλλονται σε θλιπτικές δυνάμεις με τη βοήθεια ενός πιεστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρεσάρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα].