προαποδότης

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαποδότης Medium diacritics: προαποδότης Low diacritics: προαποδότης Capitals: ΠΡΟΑΠΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: proapodótēs Transliteration B: proapodotēs Transliteration C: proapodotis Beta Code: proapodo/ths

English (LSJ)

προαποδότου, ὁ, one who renders payment first, i.e. surety, SIG2845(Delph.), JHS113.343 (Aetol.).

Greek (Liddell-Scott)

προαποδότης: -ου, ὁ, ὁ πρότερον προδότης, Συλλ. Ἐπιγρ. 1756. 6. ΙΙ. ὁ πρότερον πωλήσας, Ἐπιγρ. Αἰτωλ. ἐν Hell. J. τ. 13, σ. 343.

Greek Monolingual

ὁ, Α προαποδίδωμι
αυτός που καλείται πρώτος να καταβάλει την οφειλή.