προβάρω

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

Ν
1. κάνω πρόβα, δοκιμάζω («πρόβαρα το πανταλόνι να δω αν μού κάνει»)
2. ναυτ. πλευρίζω σε προκυμαία ή σε άλλο πλοίο, παραβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. provare (βλ. λ. πρόβα)].