προδιαπλάσσω
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
mould, fashion beforehand, παραδείγματα Him.Or.12.2:—Pass., Ph.2.146.
German (Pape)
[Seite 715] (s. πλάσσω), vorher bilden, Sp.
Greek Monolingual
Α
διαπλάσσω
διαπλάθω, διαμορφώνω κάτι προηγουμένως.