προκυμαία
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
German (Pape)
[Seite 732] od. προκυμία, ἡ, u. προκύμαια od. προκυμάτια, τά, Schutzwehr gegen die Wellen, Ios.; die Lesart schwankt zwischen den angegebenen Formen.
Greek Monolingual
η, ΝΜ, και προκυμία Α
νεοελλ.
παραλία λιμανιού που προστατεύεται από τα κύματα με κρηπίδωμα
νεοελλ.-αρχ.
τεχνικό έργο σε λιμάνια για να τά προστατεύει από τα κύματα και να επιτρέπει το ασφαλές πλεύρισμα τών πλοίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προκυμία < προ- + -κυμία (< -κυμος < κῦμα < κυῶ), πρβλ. τρικυμία, ενώ ο τ. προκυμ-αία έχει σχηματιστεί από τον τ. προκυμία με κατάλ. -αῖος, -αία].