πλεύρισμα

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source

Greek Monolingual

το πλευρίζω
1. ναυτ. η παραβολή, χειρισμός προσπέλασης ενός πλοίου κατά μήκος προκυμαίας ή και άλλου πλοίου για φορτοεκφόρτωση, ανεφοδιασμό ή διακίνηση επιβατών
2. το να πλευρίζει, να πλησιάζει κανείς κάποιον με ιδιοτέλεια.