προμηθία

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμηθία Medium diacritics: προμηθία Low diacritics: προμηθία Capitals: ΠΡΟΜΗΘΙΑ
Transliteration A: promēthía Transliteration B: promēthia Transliteration C: promithia Beta Code: promhqi/a

English (LSJ)

προμηθίη, v. προμήθεια (foresight, forethought).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. προμήθεια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προμηθία -ας, ἡ Ion. προμηθίη zie προμήθεια.

Russian (Dvoretsky)

προμηθία: ион. Aesch., Eur. προμηθίη ἡ = προμήθεια.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. προμήθεια.

Greek Monotonic

προμηθία: -ίη, βλ. προμήθεια.

Greek (Liddell-Scott)

προμηθία: -ίη, ἴδε προμήθεια.