προνούστερος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προνούστερος comp. van πρόνοος.
English (Woodhouse)
(see also: πρόνους) more cautious, more prudent
German (Pape)
Kompar. zu πρόνους.