προσδιαπράσσομαι

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Russian (Dvoretsky)

προσδιαπράσσομαι: атт. προσδιαπράττομαι сверх того добиваться, достигать: προσδιαπράσσεσθαί τί τινι παρὰ Κύρου Xen. исходатайствовать что-л. для кого-л. у Кира.