προσδιοριστικός

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσδιοριστικός, -ή, -όν, Ν Μ προσδιορίζω
αυτός που προσδιορίζει, ο κατάλληλος για προσδιορισμό.