προσεπικυρώνω

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source

Greek Monolingual

Ν
επικυρώνω, επιβεβαιώνω («ο δικηγόρος προσεπικύρωσε τη διαθήκη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + επικυρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. προσεπικυρῶ, όω, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].