εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes
Νεπικυρώνω, επιβεβαιώνω («ο δικηγόρος προσεπικύρωσε τη διαθήκη»).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + επικυρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. προσεπικυρῶ, όω, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].