προσμονή
From LSJ
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
[Seite 773] ἡ, das Verbleiben, Beharren wobei (?).
η, Ν προσμένω
1. ελπιδοφόρα αναμονή
2. έντονη προσδοκία.