προσμονή

From LSJ

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91

German (Pape)

[Seite 773] ἡ, das Verbleiben, Beharren wobei (?).

Greek Monolingual

η, Ν προσμένω
1. ελπιδοφόρα αναμονή
2. έντονη προσδοκία.