προσμονή

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

German (Pape)

[Seite 773] ἡ, das Verbleiben, Beharren wobei (?).

Greek Monolingual

η, Ν προσμένω
1. ελπιδοφόρα αναμονή
2. έντονη προσδοκία.