αναμονή

From LSJ

Greek Monolingual

η (Α ἀναμονή) ἀναμένω
1. το να περιμένει, να προσδοκεί κανείς κάτι ή κάποιον προσμονή, προσδοκία
2. υπομονή, καρτερία, εγκαρτέρηση
νεοελλ.
1. ησυχία, ηρεμία, άνεση
2. «αίθουσα αναμονής», ο χώρος όπου περιμένει κανείς
3. φρ. «εν αναμονή», με την προσδοκία ή τον φόβο ότι κάτι προβλέπεται να συμβεί
αρχ.
1. καθυστέρηση, αργοπορία
2. κατά τον Ησύχιο «μακροθυμία».