προσορμώ

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek Monolingual

(I)
προσορμῶ, -έω, ΝΑ πρόσορμος
(αμτβ.) εισέρχομαι σε όρμο για αγκυροβόληση, προσορμίζομαι, αγκυροβολώ
νεοελλ.
είμαι αγκυροβολημένος σε όρμο.
(II)
-άω, Α [ὁρμῶ (Ι)]
ορμώ προς κάποιον ή κάτι.