προτέρως
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
Greek (Liddell-Scott)
προτέρως: Ἐπίρρ. τοῦ πρότερος, κατὰ τὸν πρότερον τρόπον, Βυζ.
Greek Monolingual
Μ
επίρρ. βλ. πρότερος.
Russian (Dvoretsky)
προτέρως: ближайшим образом Arst.