πρωτομαθαίνω

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

Ν
1. μαθαίνω κάτι για πρώτη φορά ή αρχίζω να μαθαίνω κάτι
2. μαθαίνω, πληροφορούμαι κάτι πρώτος.