πρωτοτοκώ
From LSJ
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ πρωτότοκος / πρωτοτόκος
μσν.
είμαι πρωτότοκος
αρχ.
γεννώ το πρώτο μου παιδί.