πτεροδρομία

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source

German (Pape)

[Seite 808] ἡ, eigtl. Flügellauf, das schnelle Fliegen, Ep. ad. 396 (VII, 699 steht dafür κακοδρομία).

Russian (Dvoretsky)

πτεροδρομία:полет, взлет Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πτεροδρομία: ἡ, πτῆσις, διάφ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 699.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) πτήση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -δρομία (< -δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιπποδρομία].