πτηνοτρόφος

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source

Greek Monolingual

ο, η, Ν
αυτός που ασχολείται συστηματικά με την εκτροφή και αναπαραγωγή πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνό + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος].