ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself
ο, η, Ναυτός που ασχολείται συστηματικά με την εκτροφή και αναπαραγωγή πτηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνό + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος].