πτωχοφανής
From LSJ
Πλακουντοποιικόν σύγγραμμα → A Treatise on the Art of Making Cheesecake
English (LSJ)
πτωχοφανές, like a beggar, Thd.Pr.13.7.
Greek (Liddell-Scott)
πτωχοφᾰνής: -ές, ὁ φαινόμενος ὡς πτωχός, ἐπαίτης, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ές, Μ
αυτός που εμφανίζεται ως φτωχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. μεγαλοφανής].