πόζα

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. προσεγμένη, προετοιμασμένη στάση που παίρνει κάποιος για να φωτογραφηθεί ή για να χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο από καλλιτέχνη
2. προσποιητή σοβαρότητα, ακαταδεξιά
3. στάση του σώματος κατά τη συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. posa < λατ. pausa < αρχ. παύω / παῦσις.