πόρπημα
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
Full diacritics: πόρπημα | Medium diacritics: πόρπημα | Low diacritics: πόρπημα | Capitals: ΠΟΡΠΗΜΑ |
Transliteration A: pórpēma | Transliteration B: porpēma | Transliteration C: porpima | Beta Code: po/rphma |
v. πόρπαμα.
[Seite 685] τό, ion. statt πόρπαμα, Eur. Rhes. 442.
-ήματος, τὸ, Μ, και πόρπαμα, Α πορπῶ, -άω
ένδυμα που στερεώνεται με πόρπη
αρχ.
η πόρπη.