πώλευμα

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πώλευμα Medium diacritics: πώλευμα Low diacritics: πώλευμα Capitals: ΠΩΛΕΥΜΑ
Transliteration A: pṓleuma Transliteration B: pōleuma Transliteration C: polevma Beta Code: pw/leuma

English (LSJ)

-ατος, τό, colt, Max.Tyr.7.8.

German (Pape)

[Seite 827] τό, das gebändigte, abgerichtete, zugerittene junge Pferd od. Tier übh., Max. Tyr. 7, 8.

Greek (Liddell-Scott)

πώλευμα: τό, πῶλος, νέος ἵππος, μήτε ἀποσβεννύντες τὸν θυμὸν τῶν πωλευμάτων κτλ. Μάξ. Τύρ. 7. 8.

Greek Monolingual

-εύματος, τὸ, Α πωλεύω
πουλάρι δαμασμένο και γυμνασμένο να τρέχει.