φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
-ους, τὸ, Αφθαρμένο και ξεσχισμένο ένδυμα, ράκος, κουρέλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -ος (πρβλ. ράκος)].