ράχις

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source

Greek Monolingual

-εως, ἡ, ΜΑ
βλ. ράχη.

Mantoulidis Etymological

-εως (=ράχη). Ἀπό τό ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.