ρέγομαι

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

Ν
ορέγομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορέγομαι, με σίγηση του αρκτικού ο-].