ρήτωρ

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. ρήτορας.

Mantoulidis Etymological

-ορος Ἀπό τό λέγω (3), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.