ραγόπους

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

-οδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει σκασμένα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάγος + πούς.