ῥάγος

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάγος Medium diacritics: ῥάγος Low diacritics: ράγος Capitals: ΡΑΓΟΣ
Transliteration A: rhágos Transliteration B: rhagos Transliteration C: ragos Beta Code: r(a/gos

English (LSJ)

τό, = ῥάκος, PStrassb.21.24, al. (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 830] τό, = ῥάκος, VLL.

Greek Monolingual

-ους, τὸ, Α
φθαρμένο και ξεσχισμένο ένδυμα, ράκος, κουρέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -ος (πρβλ. ράκος)].