ραδιουργία
From LSJ
Greek Monolingual
η / ῥᾳδιουργία, ΝΜΑ ραδιουργός
η ενέργεια του ραδιούργου, ύπουλη και μυστική σκευωρία που γίνεται για να βλάψει κάποιον, μηχανορραφία, δολοπλοκία
αρχ.
1. ευκολία, ευχέρεια στο να κάνει κανείς κάτι
2. το να κάνει κανείς κάτι χωρίς κόπο ή χωρίς φροντίδα
3. νωθρότητα, οκνηρία
4. δόλος, απάτη.