ραδιουργός

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού κάνει κάτι εὔκολα, πανοῦργος). Ἀπό τό ράδιος + ἔργω ἐργάζομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ράδιος.