ρακένδυτος
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
Greek Monolingual
-η, -ο / ῥακένδυτος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που φορά κουρέλια, κουρελιάρης, ρακενδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + ἐνδύω (πρβλ. χαλκένδυτος)].