ρινίτιδα
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
Greek Monolingual
η, Ν
1. ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης («πυώδης ρινίτιδα» β. «αλλεργική ρινίτιδα»)
2. φρ. «ατροφική ρινίτιδα του χοίρου»
(κτην.) χρόνια μολυσματική ρινίτιδα που συνοδεύεται από ατροφία τών ρινικών κεράτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinitis (< ῥίς, ῥινός + κατάλ. -ῖτις / -ίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. ῥινῖτις, μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη].