Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ατροφία
Greek Monolingual
η (AM ἀτροφία) άτροφος 1.στέρηση τροφής 2. (για φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) ανεπαρκήςθρέψη νεοελλ. η ελάττωση του μεγέθους ενός κυττάρου, οργάνου, ιστού ή μέλους του σώματος.