ροδάκανθα

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

ἡ, Α
άγριο ρόδο, αγριοτριανταφυλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + ἄκανθα.