ροδοπέταλο

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

το, Ν
πέταλο ρόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + πέταλο. Η λ., στον πληθ. ροδοπέταλα, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].