ροδόμελι

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

το / ῥοδόμελι, ΝΜΑ
νεοελλ.
διάλυμα μελιού και αρώματος από ρόδα, που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική
μσν.-αρχ.
μέλι καμωμένο από ρόδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδον + μέλι.