ρυπαρομέλας

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465

Greek Monolingual

-αινα, -αν, Α
αυτός που έχει μαύρο και ρυπαρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + μέλας «μαύρος»].