κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
-ωνος, ὁ, ἡ, Α(για φυτό) αυτός που έχει ζαρωμένο, ρυτιδωμένο φλοιό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. χρυσοχίτων].