ρόδα

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

η, Ν
1. τροχός οχήματος ή άλλης συσκευής
2. μτφ. ιδιωτικό αυτοκίνητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. roda].