Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ρόδι

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18

Greek Monolingual

το / ῥοΐδιον, ΝΜΑ, και ρόιδι και ρόιδο και ρούδι Ν, και ῥοΐδιν Μ
ο εδώδιμος καρπός της ροδιάς
νεοελλ.
φρ. «τά 'κανα ρόιδο» — τά έκανα μούσκεμα, απέτυχα οικτρά, τά θαλάσσωσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. κλων-ίδιον). Ο νεοελλ. τ. ρόδι με σίγηση του -ι-].