σάλιο

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

(I)
το, ΝΜ
υδαρές και ιξώδες υγρό που εκκρίνεται από τους σιαλογόνους αδένες και χύνεται στην στοματική κοιλότητα, ο σίελος
νεοελλ.
φρ. α) «δεν έχω σάλιο»
μτφ. είμαι εντελώς απένταρος
β) «τρέχουν τα σάλια του»
μτφ. λέγεται για κάποιον που ορέγεται, που επιθυμεί πολύ να φάει ή να αποκτήσει κάτι
γ) «σάλια, μύξες» — ανόητα ή παιδαριώδη λόγια, ανοησίες, σαλιαρίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σάλιο έχει προέλθει από το αρχ. σίαλον (μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. σιάλιον) με αποβολή του -ι-, πρβλ. σαγόνι: σιαγόνιον, ψαθί: ψιάθιον.
(II)
το, Ν
ναυτ. βλ. σάλι (ΙΙ).