σιαγόνιον
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
Ion. σιηγόνιον, τό, in plural,
A the parts under or near-the jaw, Hp.Morb.2.26, LXX De.18.3.
II cheek-piece, side-piece, in military engines, Ath.Mech.35.5, Apollod.Poliorc.183.3, 188.4.
German (Pape)
[Seite 877] τό, dim. von σιαγών, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σιᾱγόνιον: Ἰων. σιηγ-, τό, ὑποκορ. τοῦ σιαγών, Ἱππ. 469. 32, Ἑβδ. (Δευτ. ΙΗ΄, 3).
Greek Monolingual
και ιων. τ. σιηγόνιον, τὸ, Α σιαγών, -όνος]
1. υποκορ. του σιαγών
2. το πλάγιο τμήμα στρατιωτικής μηχανής
3. στον πληθ. τὰ σιαγόνια
τα τμήματα του προσώπου που βρίσκονται κάτω από το σαγόνι ή κοντά σ' αυτό.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιᾱγόνιον -ου, τό, Ion. σιηγόνιον kaakbeen.