σάλπες
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. γενική επιστημονική ονομασία της τάξης salpida και του γένους salpa θαλειοειδών χιτωνοζώων, πλαγκτονικών διάφανων ζελατινοειδών χορδωτών τών θερμών και εύκρατων θαλασσών.