σάλπες
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. γενική επιστημονική ονομασία της τάξης salpida και του γένους salpa θαλειοειδών χιτωνοζώων, πλαγκτονικών διάφανων ζελατινοειδών χορδωτών τών θερμών και εύκρατων θαλασσών.